μακεδονήσι
Смотреть что такое "μακεδονήσι" в других словарях:
μακεδονήσι — το (Μ μακεδονήσιον) ο μαϊντανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. macedonense (βλ. και μαϊντανός)] … Dictionary of Greek
μαϊντανός — Κοινή ονομασία του είδους Petroselinum sativum της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για διετή πόα, με όρθιο, πολύκλαδο βλαστό, ανοιχτού πράσινου χρώματος. Τα φύλλα είναι δις ή τρις πτεροσχιδή και έχουν σκούρο πράσινο χρώμα.… … Dictionary of Greek
πετροσέλινο — το το φυτό μαϊντανός, αλλιώς μακεδονήσι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)